ῥυτιδώδη

ῥυτιδώδη
ῥυτιδώδης
wrinkled-looking
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ῥυτιδώδης
wrinkled-looking
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ῥυτιδώδης
wrinkled-looking
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”